τιτίβισμα

τιτίβισμα
το, -ατος
κελάηδημα των πουλιών.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τιτίβισμα — το, Ν βλ. τιττύβισμα …   Dictionary of Greek

  • τιττύβισμα — και τιτίβισμα, το, Ν [τιττυβίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τιττυβίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”